- νιτρόμετρο
- τοχημ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό τού αζώτου τών νιτρικών αλάτων, τών νιτρικών εστέρων και ορισμένων άλλων νιτροενώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitrometre < νιτρ(ο)-* + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.